- νυξ
- Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της νύχτας, ο Όμηρος την παριστάνει σαν μια δυνατή θεά που την τιμά ο Ζευς και η οποια αποκαλείται και δμήτρια, (= δαμάστρια των ανθρώπων) και αμβροσίη (= που αναζωογονεί τους ανθρώπους με τον ύπνο). Ο Ησίοδος την παρουσιάζει ως ένα από τα πρώτα πρόσωπα της Κοσμογονίας, κόρη του Χάους, αδελφή του Ερέβους, που γέννησε τον Μόρο, την Κήρα, τον Θάνατο, τον Ύπνο, τα Όνειρα, τον Μώμο, τον Μόχθο, τις Εσπερίδες, τις Μοίρες, τη Νέμεση, την Απάτη, τη Φιλότητα, το Γήρας και την Έριδα. Οι τραγικοί ποιητές τη φαντάζονταν με φτερά ή πάνω σ’ ένα άρμα που το έσερναν δύο ή τέσσερα άλογα, να φορά μαύρο χιτώνα, με χρυσά άστρα.
* * *νύξ, -κτός, ἡ (ΑΜ)βλ. νύχτα.
Dictionary of Greek. 2013.