νυξ

νυξ
Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της νύχτας, ο Όμηρος την παριστάνει σαν μια δυνατή θεά που την τιμά ο Ζευς και η οποια αποκαλείται και δμήτρια, (= δαμάστρια των ανθρώπων) και αμβροσίη (= που αναζωογονεί τους ανθρώπους με τον ύπνο). Ο Ησίοδος την παρουσιάζει ως ένα από τα πρώτα πρόσωπα της Κοσμογονίας, κόρη του Χάους, αδελφή του Ερέβους, που γέννησε τον Μόρο, την Κήρα, τον Θάνατο, τον Ύπνο, τα Όνειρα, τον Μώμο, τον Μόχθο, τις Εσπερίδες, τις Μοίρες, τη Νέμεση, την Απάτη, τη Φιλότητα, το Γήρας και την Έριδα. Οι τραγικοί ποιητές τη φαντάζονταν με φτερά ή πάνω σ’ ένα άρμα που το έσερναν δύο ή τέσσερα άλογα, να φορά μαύρο χιτώνα, με χρυσά άστρα.
* * *
νύξ, -κτός, ἡ (ΑΜ)
βλ. νύχτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Νύξ — night fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύξ — night fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νύξ' — Νυξί , Νύξ night fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύξ' — νύξι , νύξις pricking fem voc sg νύξαι , νύσσω touch with a sharp point aor imperat mid 2nd sg νύξαι , νύσσω touch with a sharp point aor inf act νύξα , νύσσω touch with a sharp point aor ind act 1st sg (homeric ionic) νύξε , νύσσω touch with a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιλύκη νύξ — ἀμφιλύκη νύξ, η (Α) 1. το μεταξύ νύκτας και ημέρας αμυδρό φως, το λυκαυγές, τα χαράματα 2. λυκόφως, σούρουπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + *λύκη] …   Dictionary of Greek

  • Νυκτοῖν — Νύξ night fem gen/dat dual Νυκτεύς masc gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτοῖν — νύξ night fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νυκτί — Νύξ night fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτί — νύξ night fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νυκτῶν — Νύξ night fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”